- αγιοποίηση
- η [αγιοποιώ]ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την Εκκλησία μετά τον θάνατο του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγιοποίηση — η η ανακήρυξη από την εκκλησία ως αγίου κάποιου ευσεβούς προσώπου ύστερα από το θάνατό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιοποιώ — (Μ ἁγιοποιῶ) ( έω) νεοελλ. ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του μσν. καθαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁγιοποιός. ΠΑΡ. αγιοποίηση] … Dictionary of Greek
εξαγιασμός — ο 1. μεταβολή ανθρώπου ή πράγματος σε άγιο, εξαγίαση, αγιοποίηση, καθαγίαση, εξαγνισμός 2. καθιέρωση, μεταβολή ενός τόπου σε ιερό, αφιέρωση ενός χώρου σε άγιο, στον θεό ή σε ναό … Dictionary of Greek
κατάταξη — η (AM κατάταξις) [κατατάσσω] 1. τοποθέτηση κάθε πράγματος στην κατάλληλη θέση, τακτοποίηση 2. η τοποθέτηση πραγμάτων κατά είδη ή ποιότητες («κατάταξη εμπορευμάτων») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) η εγγραφή προσώπου σε ορισμένη σειρά σε κάποιο κατάλογο, η … Dictionary of Greek
Ζουανβίλ, Ζαν ντε- — (Jean de Joinville, Ζουανβίλ, Οτ Μαρν 1224 – 1317). Γάλλος συγγραφέας. Ιππότης και κυβερνήτης της Καμπανίας, έλαβε μέρος στην Ζ’ Σταυροφορία. Παρέμεινε στην Ανατολή έως το 1254, στο πλευρό του Λουδοβίκου Θ’, μετά τον θάνατο και την αγιοποίηση του … Dictionary of Greek
άγιασμα — το, ατος το να γίνει κανείς άγιος, η αγιοποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)